- υποκατανάλωση
- ηελαττωμένη κατανάλωση προϊόντων συγκριτικά με την παραγωγή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποκατανάλωση — η, Ν [κατανάλωση] (οικον.) περιορισμένη κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών σε σύγκριση με τα αναμενόμενα ή προγραμματιζόμενα επίπεδα κατανάλωσης … Dictionary of Greek